- κλεινάν
- κλεινά̱ν , κλεινόςfamousfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεινᾶν — κλεινός famous masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψώνιστος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος που δεν ψωνίστηκε, δεν αγοράστηκε: Η ώρα περνούσε κι είχε αψώνιστα πολλά πράγματα. 2. αυτός που δεν ψώνισε: Τα μαγαζιά θα κλειναν κι εκείνος ήταν αψώνιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)